φρένιασμα

φρένιασμα
το, Ν [φρενιάζω]
η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού φρενιάζω, μανιώδης οργή, έξαψη, έκσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φρένιασμα — το, ατος μανία, αλλοφροσύνη, εξαγρίωση, βούρλισμα, μάνιωμα, λύσσιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκύλιασμα — το, Ν [σκυλιάζω] το αποτέλεσμα τού σκυλιάζω, έκρηξη μεγάλης οργής, φρένιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”